- γνωμικῶν
- γνωμικόςnormativefem gen plγνωμικόςnormativemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωμολογία — η (AM γνωμολογία) 1. συλλογή γνωμικών 2. λόγος με πολλά γνωμικά … Dictionary of Greek
γνωμολόγιο — το (Μ γνωμολόγιον) ανθολόγιο γνωμικών … Dictionary of Greek
γνωμοτυπικός — γνωμοτυπικός, ή, όν (Α) ικανός στη σύνθεση γνωμικών … Dictionary of Greek
γνωμοτύπος — γνωμοτύπος, ον (Α) συνθέτης γνωμικών … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
ρητολογία — ή, Α 1. συλλογή ή σύνθεση ρητών, γνωμικών 2. φλυαρία, κενολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητόν + λογία*] … Dictionary of Greek
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Φιτζέραλντ, Έντουαρντ — (Fitzgerald, 1809 – 1883). Άγγλος συγγραφέας και μεταφραστής. Ο Φ., που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αρεσκόταν ιδιαίτερα να μεταφράζει κλασικά έργα της ισπανικής, της περσικής και της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek